παρακυάνιο

παρακυάνιο
το
χημ. προϊόν τού κυανίου παραγόμενο κατά τη θέρμανσή του ή κατά την ηλεκτρόλυση τού καλιο-κυανιδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”